αμπελοφάσουλα

αμπελοφάσουλα
Φασόλια πράσινα και στενόμακρα, σε αντιδιαστολή προς τα πλατιά. Λέγονται και τουρκοφάσουλα, γυφτοφάσουλα και μαυρομάτικα. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί γεωργοί τα καλλιεργούν στα αμπέλια τους. Η επιστημονική ονομασία τους είναι σμίλακες οι δόλιχοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λουβί — και λουβίδι, το 1. ο λοβός, η σποροθήκη τών οσπρίων και άλλων καρπών 2. στον πληθ. τα λουβιά τα αμπελοφάσουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λοβίον, με κώφωση τού ο (< λόβιον < λοβός «κέλυφος τών οσπρίων»)] …   Dictionary of Greek

  • μαυρομάτης — άτα, άτικο, θηλ. και ατού και ατούσα (Μ μαυρομάτης, άτα, άτικο και μαυρόματος, η, ον) 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια 2. φρ. «μαυρομάτικα φασόλια» είδος φασολιών μικρού μεγέθους με μαύρο στίγμα, αλλ. γυφτοφάσουλα, σμυρναίικα, χλωρά ή αμπελοφάσουλα… …   Dictionary of Greek

  • φασολιά — Ποώδη φυτά και οι καρποί και τα σπέρματά τους. Ανήκουν στην οικογένεια των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών και στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Εξαιτίας των θρεπτικών ιδιοτήτων τους καλλιεργούνται πολύ και καταναλώνονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”